υστερογραφία

υστερογραφία
η, Ν
ιατρ. διαγνωστική μέθοδος που συνίσταται σε ακτινογραφία τής κοιλότητας τής μήτρας ύστερα από πλήρωση της με υδατοδιαλυτή σκιαγραφική ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hysterographie < υστέρα «μήτρα» + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υστερογραφία — η (ιατρ.), ακτινογραφία της μήτρας (της υστέρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”